ἁλμυρῶν

ἁλμυρῶν
ἁλμυρός
salt
fem gen pl
ἁλμυρός
salt
masc/neut gen pl
ἁλμυρόω
make salt
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
ἁλμυρόω
make salt
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
ἁλμυρόω
make salt
pres part act masc nom sg
ἁλμυρόω
make salt
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βένθος — Το σύνολο των οργανισμών που ζουν πάνω ή μέσα στον πυθμένα των αλμυρών ή γλυκών υδάτινων εκτάσεων. Χωρίζεται σε φυτοβένθος και ζωοβένθος. Το φυτοβένθος περιλαμβάνει φυτά που στηρίζονται στον πυθμένα, ενώ το ζωοβένθος περιλαμβάνει ζώα που είτε… …   Dictionary of Greek

  • αλόφιλα ή αλόφυτα — Φυτά χερσαία, δενδρώδη, θαμνώδη ή ποώδη, που φύονται στα αλμυρά εδάφη, δηλαδή στα πλούσια σε χλωριούχο νάτριο, ή σε παραλίες. Γι’ αυτό ονομάζεται αλοφιλία το φαινόμενο της προτίμησης που δείχνουν τα φυτά αυτά για τα αλμυρά εδάφη, τόσο τα… …   Dictionary of Greek

  • Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… …   Dictionary of Greek

  • αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… …   Dictionary of Greek

  • θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… …   Dictionary of Greek

  • λίμνη — Φυσική κοιλότητα (λεκάνη) της επιφάνειας της Γης, γεμάτη γλυκό ή υφάλμυρο νερό. Όταν μια λ. έχει δημιουργηθεί από την τεχνητή απόφραξη μιας κοιλάδας με φράγμα, τότε ονομάζεται τεχνητή λ. Τα περισσότερα χαρακτηριστικά των λ. (βάθος, αλμυρότητα… …   Dictionary of Greek

  • νάτριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Na. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 11 και ένα σταθερό ισότοπο. Είναι πολύ διαδεδομένο στη φύση, ποτέ όμως σε ελεύθερη κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • ποταμόκολπος — Τύπος ποτάμιας εκβολής που έχει το χοανοειδές σχήμα μιας προέκτασης της κοιλάδας του ποταμού προς τη θάλασσα· στον π. η ανάμειξη γλυκών και αλμυρών νερών παρατηρείται στο εσωτερικό του παράκτιου ορίου, σε αντίθεση με ό,τι γίνεται στο δέλτα. Οι π …   Dictionary of Greek

  • σιλουρίδες — (Siurides). Οικογένεια ψαριών του γλυκού ή του αλμυρού νερού, που ζουν σε όλη σχεδόν την υδρόγειο, γνωστά και με την ονομασία γατόψαρα. Τα ψάρια της οικογένειας αυτής έχουν πλατύ κεφάλι, σκεπασμένο με δερμικές πλάκες, μάτια μικρά, και γύρω από το …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”